- οξυκυτταρίνη
- ησυνοπτική ονομασία οργανικών ουσιών που προκύπτουν κατά την επίδραση τών οξειδωτικών μέσων, όπως, λ.χ., τού νιτρικού οξέος, τού υπερμαγγανικού καλίου, τού υπεροξειδίου τού υδρογόνου κ.ά., στην κυτταρίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. oxycellulose (< oξ(v)-* + cellulose «κυτταρίνη»].
Dictionary of Greek. 2013.